- παυσικάπη
- παυσικάπηprojecting collar worn by slavesfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παυσικάπη — ἡ, Α 1. στρογγυλός κλοιός σαν φίμωτρο, που εξείχε πάνω από το κεφάλι, τον οποίο φορούσαν στους δούλους για να εμποδίζονται να τρώνε αλεύρι ή ζυμάρι κατά το άλεσμα τού σιταριού ή κατά το ζύμωμα 2. όμοιο φίμωτρο τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου… … Dictionary of Greek
παυσικάπην — παυσικάπη projecting collar worn by slaves fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PAUSICAPE — Graece Παυσικάπη, erat τροχοειδὲς μηχάνημα, τῷ τραχήλῳ περιαρμοζόμενον, ὡς ἀδυνατεῖν τῷ ςτόματι τὰς χεῖρας προσάγειν, Ma china quaedam rotae similis, quae collo adaptabatur, ut eâ constrictus manus ori admovere non posset, Pollux l. 7. c. 4. Vide … Hofmann J. Lexicon universale
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek